εκατοντακλινος

εκατοντακλινος
    ἑκατοντάκλινος
    ἑκατοντά-κλῑνος
    2
    вмещающий сто застольных лож
    

(σκηνή Diod.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εκατοντακλινος" в других словарях:

  • ἑκατοντάκλινος — with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατοντάκλινον — ἑκατοντάκλινος with masc/fem acc sg ἑκατοντάκλινος with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατοντακλίνους — ἑκατοντάκλινος with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατοντακλίνῳ — ἑκατοντάκλινος with masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»